αλέτρισμα

αλέτρισμα
το пахота, вспашка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλέτρισμα" в других словарях:

  • αλέτρισμα — το, ατος το όργωμα: Το αλέτρισμα στον τόπο μας το αρχίζαμε λίγο νωρίτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλέτρισμα — το [αλετρίζω] αλέτρεμα, όργωμα …   Dictionary of Greek

  • αλέτρεμα — το [αλετρεύω] αλέτρισμα, όργωμα …   Dictionary of Greek

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

  • αλετρίζω — αλετρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι. ΠΑΡ. αλέτρισμα] …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρισμα — το, ατος το όργωμα με αλέτρι που σέρνουν δύο ζώα, το αλέτρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»